- ισοφάριση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοφαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοστάθμιση — η η ισορρόπηση δύο πραγμάτων, η ισοφάρισή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)